σουλιμάς

σουλιμάς
ο
(λ. τουρκ.)
1. δηλητήριο (σουμπλιμέ).
2. είδος καλλυντικού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σουλιμάς — και σουλουμάς, ο, Ν 1. καλλυντικό, ψιμύθιο, φτειασίδι 2. το λευκό τού μολύβδου 3. ο διχλωριούχος άργυρος, που χρησιμοποιείται ως δηλητήριο ή ως αντισηπτικό 4. φρ. «σουλιμάς κόκκινος» οξείδιο τού μολύβδου, μίνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sulama… …   Dictionary of Greek

  • сулема — укр. сулема восходит к ср. лат. sublimātum сулема , буквально подвергнутое возгонке, то, что превращается в пар и снова приобретает твердую форму : sublimārе возгонять , sublīmis возвышенный, высокий . Не ясен путь заимствования; скорее всего зап …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σουλιμαδού — η, Ν ειρων. γυναίκα υπερβολικά μακιγιαρισμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. σουλιμάδες τού σουλιμάς + κατάλ. ού τών θηλ. (πρβλ. καφετζ ού)] …   Dictionary of Greek

  • σουλουμάς — ο, Ν βλ. σουλιμάς …   Dictionary of Greek

  • suliman — SULIMÁN, sulimanuri, s.n. 1. (înv.) Fard; sulimeneală (2). 2. Plantă erbacee păroasă, cu frunze ovale, cu flori albastre, roz sau albe (Ajuga genevensis). – Din tc. sülümen. Trimis de IoanSoleriu, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  SULIMÁN s. (bot.;… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”